- αθλούμαι
- (-έομαι) (AM ἀθλοῡμαι, ἀθλῶ, -έω)νεοελλ.γυμνάζομαι, επιδίδομαι στον αθλητισμόμσν.αθλώ, (για τους χριστιανούς μάρτυρες) υφίσταμαι μαρτύρια, βρίσκω μαρτυρικό θάνατο για την πίστη μου στον Χριστό ή για τους αγώνες μου προς διάδοση τού χριστιανισμούαρχ.1. αγωνίζομαι σε μάχη2. είμαι αθλητής, αγωνίζομαι για βραβείο3. μοχθώ, κοπιάζω, διεξάγω αγώνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἆθλος].
Dictionary of Greek. 2013.